- φοινός
- (I)-ή, -όν, Α1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης2. αιμοχαρής3. θανατηφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen- «χτυπώ» και κατ' επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ. αρχ. ισλδ. bani «θάνατος, δολοφόνος», αγγλοσαξ. bana, «δολοφόνος», αρχ. άνω γερμ. bano «δολοφόνος, θάνατος») και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *φόνος (< *bhon-o-) με σημ. «θάνατος, αίμα» και ενός παρ. επιθ. *φον-ιος «αυτός που αναφέρεται στο αίμα, αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος, κόκκινος». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το αμάρτυρο *φονιος τονίστηκε στη λήγουσα αναλογικά προς τα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. γλαυκός, πολιός κ.λπ.) και στη συνέχεια προφέρθηκε *φονyος, κατά τη γρήγορη εκφορά τού λόγου, από όπου προήλθε τελικά ο τ. φοινός (για ανάλογο σχηματισμό βλ. λ. φάλλαινα [II]). Αξιοσημείωτη είναι η φωνολογική ομοιότητα τών τ. τής οικογένειας αυτής με τις λ. φόνος, φόνιος (< *gwhόno-, βλ. και λ. φόνος, θείνω), η οποία είχε οδηγήσει παλαιότερα στη σύνδεση τού επιθ. φοινός με τη λ. φόνος. Η μαρτυρία, ωστόσο, στη Μυκηναϊκή τού θηλ. ponikija (με αρκτικό p-), το οποίο αντιστοιχεί στο φοινίκιος (Ι) (< φοῖνιξ [Ι] «πορφυρός» < φοινός, βλ. λ. φοῖνιξ [Ι], φοινίκιος [Ι]) αποκλείει την αναγωγή τών τ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, όπως θα απαιτούσε η σύνδεση με τη λ. φόνος (< *gwhon-o-). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται «για δύο οικογένειες αναγόμενες σε δύο διαφορετικές ΙΕ ρίζες, *bhen- / *bhon- (< φοινός) και *gwhen- / *gwhon- (> φόνος), με κοινή σημ. «χτυπώ», οι οποίες στην Ελληνική συνέπεσαν μορφολογικά, όταν έπαψαν να δηλώνονται οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, γεγονός που προκάλεσε και την επακόλουθη σημασιολογική σύγχυση].————————(II)ὁ, Αφόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. φόνος, κατ' επίδραση τού επιθ. φοινός (για τη σχέση τών δύο οικογενειών, βλ. λ. φοινός, -ή, -όν)].
Dictionary of Greek. 2013.